Friday, April 27, 2018

Eνημέρωση σχετικά με τη δική των 6 συντρόφων και συντροφισσών από την εκκένωση της Villa Amalias

Τη Δευτέρα 23/4/2018 πραγματοποιήθηκε η δίκη, για την εκκένωση της Villa Amalias που έγινε στις 20/12/2012, η οποία κατέληξε σε απαλλαγή από τις κατηγορίες.

Η διαδικασία ξεκίνησε με την εξέταση των τριών μαρτύρων κατηγορίας, από τους οποίους υπάρχουν κάποια σημεία άξια αφήγησης. Από τον πρώτο (μπάτσος), που ήταν παρών στην έρευνα που διεξήχθη στην κατάληψη κατά την εκκένωση, πέρα από τις αντιφάσεις που υπέπεσε σχετικά με τον αριθμό των συλληφθέντων, τον τρόπο εισβολής της αστυνομίας στο κτήριο, το τι βρέθηκε, αν βρέθηκε και που βρέθηκε κατά την έρευνα, ακούσαμε επίσημα για πρώτη φορά ότι η εντολή που πήραν οι μπάτσοι ήταν για εκκένωση της κατάληψης και η επέμβαση δεν έγινε κατόπιν της γελοίας και κατασκευασμένης ανώνυμης καταγγελίας, που το κράτος κατέθεσε αυτοβούλως στον εαυτό του. Ο δεύτερος (μπάτσος) σε ερώτηση για το δακρυγόνο και την κρότου λάμψης που βρέθηκαν στο χώρο της κατάληψης (και από όπλα της αστυνομίας είχαν καταλογιστεί δικά μας), απάντησε πως τα συγκεκριμένα δε μπορεί να τα προμηθευτεί άλλος πέραν της αστυνομίας, αποδεικνύοντας τα λεγόμενα μας για την προέλευση των συγκεκριμένων από επιθέσεις μπάτσων προς την κατάληψη.  Τέλος ο τρίτος (δημοτικός υπάλληλος) απλά κράτησε αντίστοιχη θέση με αυτή του δημάρχου αθηναίων: γνωρίζω αλλά προσποιούμαι ότι δε γνωρίζω, σφραγίζω, καταστρέφω και πάω στην ιστορία με όποιον με βολεύει.
Παρά την προσπάθεια της προέδρου να προχωρήσει σε μια διαδικασία επί του ποινικού κομματιού της υπόθεσης (με μία ιδιαίτερη εμμονή να βαφτίζει τα πάντα όπλα), αυτή η δίκη για εμάς ήταν καθαρά πολιτική και ως αυτό έγινε. 
Οι συντρόφισσες και οι σύντροφοι, που κλήθηκαν να μιλήσουν στη δίκη, παρά τις όποιες πιέσεις της έδρας να συγκεκριμενοποιούν τις απαντήσεις-τοποθετήσεις τους μόνο στο κομμάτι των κατηγοριών, παρέμειναν σταθεροί και ψύχραιμοι αναλύοντας πολιτικά το ανοιχτό εγχείρημα που ήταν η Villa Amalias, τα προτάγματά της, την πολύχρονη παρουσία της και τι αντιμαχόταν, τα πραγματικά αίτια-«όπλα» που την έφεραν στο στόχαστρο του κράτους και των φασιστών.
Οι κατηγορούμενες/οι, πέραν προσωπικών τοποθετήσεων, που επέλεξαν να κάνουν, τοποθετήθηκαν συνολικά και συλλογικά με γραπτό κείμενο, το οποίο ακολουθεί αυτής της ενημέρωσης.


Με αυτή τη δίκη έκλεισε ο συγκεκριμένος κύκλος ποινικοποίησης του λόγου και της πολιτικής-πολιτισμικής δράσης της Villa Amalias, που ξεκίνησε με τις τελευταίες εκκενώσεις της (η πρώτη στις 20/12/2012 και η επόμενη στις 9/1/2013 μετά την ανακατάληψή της από 92 συντρόφισσες/φους). Ένας κύκλος που αφήνει γλυκόπικρα συναισθήματα, αλλά και μια πολύ στιβαρή πεποίθηση. Ότι ο σπόρος της πολιτικής  παρακαταθήκης που αφήνει η villa amalias έχει βρει και θα συνεχίσει να βρίσκει πρόσφορο έδαφος να ανθήσει. Από άλλους ανθρώπους, από τους ίδιους ανθρώπους. Από τον κόσμο που δεν υποτάσσεται στις βουλές της κάθε εξουσίας, που οραματίζεται και πραγματοποιεί τις συνθήκες εκείνες που οδηγούν στις μικρές ή μεγάλες καθημερινές εξεγέρσεις. Αντιιεραρχικά, αδιαμεσολάβητα, αλληλέγγυα, ισότιμα.

ΓΡΑΠΤΗ ΤΟΠΟΘΕΤΗΣΗ ΤΩΝ ΚΑΤΗΓΟΡΟΥΜΕΝΩΝ ΓΙΑ ΤΗ ΔΙΚΗ ΤΗΣ ΕΚΚΕΝΩΣΗΣ ΤΗΣ VILLA AMALIAS
Ως άτομα – κάτοικοι της Villa Amalias, που παραπεμπόμαστε σε δίκη σήμερα, θα τοποθετηθούμε συλλογικά και συνολικά επί των αιτιών και του κατηγορητηρίου, για τα οποία βρισκόμαστε εδώ σήμερα και πέραν αυτής της τοποθέτησής μας τίποτα παραπάνω δεν έχουμε να δηλώσουμε και να απαντήσουμε.

Στις 20/12/2012 περίπου στις 6.30 π.μ. κάποιοι από εμάς ξυπνήσαμε από έναν έντονο θόρυβο, ο οποίος προερχόνταν από τη λυσσαλέα προσπάθεια περίπου 30-40 αστυνομικών της ασφάλειας, ματ και δέλτα να γκρεμίσουν την αυλόπορτα των κτηρίων επί της Αχαρνών, παράλληλα με έναν κλειδαρά που παραβίαζε την κλειδαριά της. Στην ερώτησή μας γιατί γίνεται αυτό πήραμε κάποιες άναρθρες και ασύντακτες απαντήσεις των αστυνομικών (κάποιος εξ αυτών μάλιστα είχε σκαρφαλώσει στην πόρτα, ταρακουνώντάς την και εκστομίζοντας απειλές), ενώ στην απαίτησή μας να παρουσιαστεί ο εισαγγελέας με το ένταλμα, εισαγγελέα δεν είδαμε. Εννοείται λοιπόν ότι δεν επιτρέψαμε αρχικά την «είσοδο», όπως δεν την επιτρέπει κάνεις στο σπίτι του σε οποιονδήποτε ανεπιθύμητο και απρόσκλητο επισκέπτη, που προσπαθεί με τον τσαμπουκά να εισβάλλει σε αυτό. Στη συνέχεια, αφού ειδοποιήθηκαν όλα τα άτομα που διέμεναν εκείνο το βράδυ στα κτήρια, ανοίξαμε τη μισοδιαλυμένη πλέον πόρτα, ακριβώς τη στιγμή που έπεφτε ο αφαλός της παραβιασμένης κλειδαριάς. Χωρίς δεύτερη κουβέντα και χωρίς πάλι να ενημερωθούμε για το λόγο που εισβάλλουν, οι αστυνομικοί θέλησαν να μας μεταφέρουν όλους στη γαδα και να μη μείνει κανένας πίσω στα κτήρια. Το κατηγορητήριο προφανώς είχε στηθεί προτού καν γίνει έρευνα. Τελικά πήραν εφτά από τα οχτώ άτομα που βρίσκονταν στη Villa, ενώ ο εισαγγελέας εμφανίστηκε μπροστά στην εναπομείνασα, μόνο μετά από την έντονη διαμαρτυρία της και χωρίς να της επιδείξει κάποιο έγγραφο. Από την πρώτη στιγμή της εισόδού τους και καθ’ όλη τη διάρκεια της έρευνας οι αστυνομικοί ήταν ανεξέλεγκτοι. Τριγυρνούσαν, εντός των δύο κτηρίων, χωρίς την παρουσία της μάρτυρος επί της ανεύρεσης αρκετών εκ των ευρημάτων που της παρουσιάστηκαν, με απόρροια αυτής της κατάστασης την άρνηση της μάρτυρος να υπογράψει τη σχετική έκθεση έρευνας κτηρίου και κατάσχεσης. Ήταν σα να βλέπεις ρομποτάκια, που μόνη εντολή στο σκληρό τους δίσκο ήταν η εύρεση όπλων.
Οι υπερασπιστες της νομιμότητας και της δικαιοσύνης βέβαια δε σταμάτησαν μόνο στο κομμάτι της έρευνας. Μετά το σφράγισμα της πόρτας και την ταυτόχρονη παράδοση των κλειδιών από το Δήμο Αθηναίων στους αστυνομικούς, δίνοντάς το στην αποκλειστική νομή και κατοχή τους, όλοι τους έπραξαν όπως ορίζει ο ηθικός και αξιακός τους κώδικας. Λεηλάτησαν δωμάτια, κατέστρεψαν και έκλεψαν προσωπικά αντικείμενα των κατοίκων, εξοπλισμό και χρήματα. Έγραψαν φασιστικά σύμβολα και υβριστικά συνθήματα στους τοίχους. Κατέστρεψαν βιβλία και αρχεία. Κατούρησαν και έχεσαν πάνω σε κρεβάτια,     ρούχα κλπ. Ο Δήμος Αθηναίων μας χαρακτήρισε ρακοσυλλέκτες και πολλά προσωπικά αντικείμενα των κατοίκων και εξοπλισμός της κατάληψης πετάχτηκαν και καταστράφηκαν, ενώ μετέφερε παράνομα τα υπόλοιπα πράγματά της κατάληψης σε αποθήκες.

Με το γνωστό πρόσχημα της ανώνυμης καταγγελίας από ανύπαρκτο αριθμό τηλεφώνου, που την έχουμε συναντήσει σε πάμπολλες περιπτώσεις δίωξης αγωνιζόμενων ανθρώπων, το κράτος εισέβαλλε στη Villa Amalias, προχώρησε στην εκκένωση της κατάληψης και στην πέριξ αστυνομοκράτησή της, προκειμένου να αποκλειστεί κάθε προσπάθεια ανακατάληψης και αναβίωσης του εγχειρήματος.  Η κατάληψη χαρακτηρίστηκε από τα πρώτα δευτερόλεπτα θριαμβολογίας της κυβέρνησης και των μμε ως «εστία ανομίας». Από τους πρωθυπουργό, υπουργούς, δημάρχο, βουλευτές της ακροδεξιάς, μέχρι τους δημοσιογράφους και διάφορα φασιστοχουντικά στοιχεία, από τη βουλή μέχρι τα τηλεοπτικά πάνελς, η Villa Amalias ξαφνικά έγινε γνωστή πανελληνίως ως η Βία Αμαλίας ή η Βίλα των μολότοφ και οι 8 συλληφθέντες, 5 κάτοικοι και 3 φιλοξενούμενοι (που δε συμμετείχαν στην κατάληψη και από τους οποίους οι δύο είχαν έρθει το προηγούμενο βράδυ από τη Γερμανία), στα πρωτοσέλιδα και τα κεντρικά δελτία ειδήσεων αυξήθηκαν σε 50 πρεζόνια, τραμπούκους, που έσπερναν τον τρόμο και ετοιμάζονταν να κάψουν... όλα τα βαλκάνια.
Μας χαρακτήρισαν «εστία ανομίας» αυτοί οι οποίοι υπογράφουν και ψηφίζουν νόμους - καθήμενοι στα άνετα έδρανά τους - που λεηλατούν τις ζωές μας, που έχουν οδηγήσει την κοινωνία σε απόγνωση, σε οικονομικά αδιέξοδα και σε χιλιάδες αυτοκτονίες. Αυτοί που είναι μέχρι το κόκκαλο μπλεγμένοι σε τεράστια σκάνδαλα, οικονομικά και μη. Αυτοί που το παίζουν δημοκράτες σε μια σύγχρονη χούντα, όπου οι ίδιοι δημιούργησαν. Αυτοί που συνεχίζουν να κλείνουν το μάτι και ολοένα να αναβαθμίζουν την ακροδεξιά. Αυτοί που βασικό τους μέλημα είναι η καταστολή του λόγου και των αγώνων από τα κάτω, στοχοποιώντας εργατικές και λοιπές κινητοποιήσεις, διώκοντας και σπιλώνοντας αγωνιστές, καταλήψεις και αυτοοργανωμένους χώρους, μετανάστες, ποινικοποιώντας κάθε μορφή και εστία αντίστασης και κάθε φωνή ανυπακοής.

Το 2012 σηματοδοτήθηκε, σε ελληνικό πεδίο, από την ψήφιση του δεύτερου μνημονίου και την εκλογή της κυβέρνησης Σαμαρά, που συνέχισε και «εξέλιξε» το έργο των προκάτοχών της. Η οικονομική πολιτική που επιβλήθηκε (και συνεχίζει να επιβάλλεται) από κράτος, τρόικα και ΔΝΤ λεηλάτησε ακόμη περισσότερο την ελληνική κοινωνία. Το κράτος αποζητώντας να βρει τρόπους για να ολοκληρώσει το όραμά του για μια κοινωνία σε κατάσταση δουλείας, χρησιμοποίησε (για να χρυσώσει το χάπι) αναφορές περί ανάπτυξης και ανάκαμψης, αλλά κυρίως πρακτικές εκφοβισμού, παραδειγματισμού και καταστολής, με εκτελεστικά όργανα την αστυνομία, το δικαστικό σύστημα και τα μμε.
Στο γενικότερο πλαίσιο των παραπάνω πρακτικών εμπεριέχεται και η κεντρική πολιτική επιλογή καταστολής και εκκένωσης πολιτικών εγχειρημάτων – καταλήψεων που αποτέλεσε μία ακόμη αναγκαία συνθήκη του κράτους για την ολοκληρωτική επιβολή του ως ο απόλυτος λειτουργός και διαχειριστής της κοινωνίας. Η Villa Amalias βρέθηκε στο κέντρο αυτής της συνθήκης όπως και άλλες καταλήψεις: Δέλτα στη Θεσσαλονίκη,  Πατησίων 61 & Σκαραμαγκά, Μαραγκοπουλείου, Παραρτήματος και ΤΕΙ Πατρών (Ν. Γύζη) στην Πάτρα,  Αντιβίωση στα Γιάννενα, στέκι της ΑΣΟΕΕ, ραδ.σταθμός 98 fm, κατάληψη Λελας Καραγιάννη 37.
Η Villa Amalias δεν επιλέχτηκε τυχαία από το κράτος ή κατόπιν της κατασκευασμένης ανώνυμης καταγγελίας. Η Villa Amalias ήταν ένα ανοιχτό εγχείρημα, δημόσιου χαρακτήρα, και παράλληλα στεγαστική κολεκτίβα, που εντός της στέγασε τις επιθυμίες και τα όνειρα χιλιάδων ανθρώπων, από την Ελλάδα και το εξωτερικό, που πέρασαν, έμειναν, λειτούργησαν σε ομάδες μέσα σε αυτή. Η Villa Amalias αποτέλεσε εκτός από το μεγάλο σπίτι και ένα μεγάλο σχολείο ζωής. Με παιδικά στέκια, ομάδες θεάτρου, συλλογικής κουζίνας, μοντέρνου χορού, συναυλιών, προβολών, βίντεο, κουκλοθέατρου, βιβλιοπωλείου, αυτοδιαχειριζόμενου καφενείου, τυπογραφείου. Ομάδες αυτομόρφωσης βιτρό, ξένων γλωσσών, Η/Υ, πολεμικών τεχνών. Με μουσικά και εκδοτικά εγχειρήματα. Με studio φωτογραφίας και μουσικής. Συμμετείχε και δημιούργησε διαδικασίες, με θέματα που αφορούσαν τη γειτονιά και όχι μόνο, όπως η συνέλευση κατοίκων πλ. Βικτωρίας και ο αντιφασιστικός συντονισμός ομάδων του αναρχικού-αντιεξουσιαστικού χώρου της Αθήνας.
Η Villa Amalias επιλέχτηκε γιατί 23 χρόνια ως κατάληψη μέχρι την εκκένωσή της, στάθηκε απέναντι και ενάντια σε κάθε εξουσιαστικό μηχανισμό, κομματικό ή μη, κρατικό ή παρακρατικό. Προέτασσε την αυτοδιαχείριση των αναγκών μας και την αυτοοργάνωση της ζωής μας, έναν πολιτισμό μακριά από life style πρότυπα εναλλακτισμού και υπερκατανάλωσης. Σε μια - ατελείωτη - περίοδο που τα πάντα ξεπουλιούνται σε real estate, μεγάλες κατασκευαστικές εταιρίες και πλειστηριασμούς, και εκατοντάδες άνθρωποι καταλήγουν άστεγοι, υπερασπίστηκε το δικαίωμα όλων στο αγαθό της στέγασης και δήλωσε την εναντίωσή της απέναντι στο εκβιαστικό ιδιοκτησιακό καθεστώς των διαφόρων κτηριοτσιφλικάδων και των τραπεζών. Υπερασπίστηκε τους ελεύθερους δημόσιους χώρους, όπου στο όνομα της ανάπλασης, αλλάζουν χρήση και μετατρέπονται σε δημόσιους (μόνο στο όνομα) χώρους ιδιωτικής εκμετάλλευσης. Προέτασσε τη συλλογική αντίσταση και τον αδιαμεσολάβητο αγώνα, την αλληλεγγύη και την ισότητα, απέναντι σε ένα κράτος που νομοθετεί και νομιμοποιεί την ηθική και υλική καταστροφή των «από κάτω», που φτιάχνει στρατόπεδα συγκέντρωσης μεταναστών, που καταστέλλει βίαια κάθε τι που στέκεται εμπόδιο στο σύνθετο σχεδιασμό περί «καθαρής» και ελεγχόμενης κοινωνίας, κάθε κίνηση διεκδίκησης και αντίστασης. Πορεύτηκε ενάντια σε κάθε ρατσιστική, φασιστική και ολοκληρωτική λογική και πρακτική, όποιο προσωπείο κι αν φορά αυτή για να μας ξεγελάσει (σοσιαλιστικό, πατριωτικό, ακροδεξιό, δημοτικό) και υπήρξε ισχυρό αντιφασιστικό ανάχωμα στην ευρύτερη περιοχή της πλατείας Βικτωρίας, όταν δήμος και κυβέρνηση περπατούσαν χέρι χέρι με τους χρυσαυγίτες και τους παρατρεχάμενούς τους «αγανακτισμένους κατοίκους». Η Villa Amalias αποτελούσε την παραφωνία για το Δήμο Αθηναίων, που σε αντιπαροχή των υπηρεσιών του στο κυνήγι μεταναστών, τοξικoεξαρτημένων, οροθετικών και των εκκενώσεων αυτοοργανωμένων χώρων, έλαβε επιδοτήσεις από ΕΣΠΑ και υπουργείο ανάπτυξης, της τάξης των 120 εκατ. ευρώ, για να εμπορικοποιήσει ακόμη περισσότερο την Αθήνα, να εξαφανίσει όλους όσοι δεν πρέπει να φαίνονται και να την εξωραΐσει για τους τουρίστες. Που έλαβε 3 εκατ. ευρώ από τα αφεντικά του για να φτιάξει τη Villa Amalias σχολείο για 180 άτομα (ενώ η ανέγερση ενός αντίστοιχου σχολείου από τον ΟΣΚ κοστίζει σχεδόν λιγότερο από τα μισά), με σκοπό να επισφραγίσει και να νομιμοποιήσει κοινωνικά την εκκένωση και να παρουσιάσει κοινωφελές έργο, τη στιγμή που στην ίδια περιοχή υπάρχουν σχολεία που παλεύουν να εξασφαλίσουν ακόμα και τη θέρμανση. Καταπατώντας κανονισμούς κατέστρεψε το διατηρητέο κτήριο της Villa Amalias, που με τόσο κόπο κρατήσαμε όρθιο 23 χρόνια, αναστυλώνοντάς το και συντηρώντας το με τα ίδια μας τα χέρια και με μόνη χρηματοδότηση τη στήριξη του αλληλέγγυου κόσμου. Έδειξε για μια ακόμη φορά με πόση άνεση μπορεί να τσιμεντώνει και να διαλύει τον πολιτισμό που υποτίθεται ότι προάγει. 

Οι ενδείξεις και τα ευρήματα που πάνω τους στήθηκε το κατηγορητήριο και η προσπάθεια μηντιακού διασυρμού, συκοφάντησης και ποινικοποίησης της κατάληψης από πολιτικό και πολιτισμικό εγχείρημα σε «εστία ανομίας» δε μας πείθουν και δεν ανταποκρίνονται στις αιτίες που βρισκόμαστε σήμερα εδώ. Τα άδεια μπουκάλια μπύρας που προορίζονταν για ανακύκλωση (μπουκάλια από τις συναυλίες και τις εκδηλώσεις μας) σε συνδυασμό με 250ml πετρελαίου για τη σόμπα, μας χρεώθηκαν σαν κατηγορία για προμήθεια και κατοχή εκρηκτικών υλών κατά συναυτουργία. Κατηγορία που κατέρρευσε, αλλά που στάθηκε αρκετή για να στεγανοποιηθεί και να συνεχιστεί το πλαίσιο ομηρίας μας. Οι σημαίες μας, σύμβολα της ιδεολογικής και πολιτικής μας θέσης, έγιναν στειλιάρια, με τα οποία προφανώς για την αστυνομία ξυλοκοπούσαμε διάφορους. Χώροι γεμάτοι σαβούρα χαρακτηρίστηκαν δωμάτια και αντικείμενα ξεχασμένα στο χώρο και στο χρόνο, άγνωστο σε εμάς ότι υπήρχαν μέσα στους χώρους της κατάληψης, έγιναν αντικείμενα καθημερινής χρήσης και οτιδήποτε φέρεται να βρήκαν εκεί μέσα αναγορεύτηκε σε όπλο (μέχρι και ένα πλαστικό ψεύτικο πιστόλι-παιχνίδι, θέλησαν να μας αποδόσουν οι αστυνομικοί, που εκστασιάστηκαν σαν να βρήκαν επιτέλους τα όπλα που έψαχναν, πριν τους μαζέψει ο επικεφαλής τους για να γλιτώσουν το ρεζίλι, αφού αν και εντυπωσιακό δε θα έστεκε νομικά). Μέχρι και μια κρότου λάμψης και ένα δακρυγόνο, προφανώς απομεινάρια από επιθέσεις αστυνομικών προς την κατάληψη, είδαμε να αντιστρέφονται και από όπλα της αστυνομίας να χρεώνονται σα δικά μας.
Οι ενδείξεις και τα ευρήματα για το λόγο που εκκενώθηκε η Villa Amalias δεν πείθουν και δεν έπεισαν χιλιάδες. Γι αυτό και η απάντηση απέναντι σε media και κράτος ήρθε με την κινητοποίηση χιλιάδων ατόμων σε διαδηλώσεις και λοιπές δράσεις αλληλεγγύης στην Ελλάδα και στο εξωτερικό (San Francisco, Goa, Berlin, London, Mexico κα), με την ανακατάληψη του κτιρίου από 92 άτομα, με τη μεγαλειώδη πορεία των 10.000 ατόμων στις 12/1/2013. Ζώντας, επικοινωνώντας και βλέποντας τα έργα και τις ημέρες της κατάληψης, ο κόσμος αντιλαμβάνεται την ουσία που η Villa Amalias βρέθηκε στο στόχαστρο και αποτέλεσε, ο εξοστρακισμός της από την περιοχή, μέγα πολιτικό στοίχημα για το κράτος. Όχι μόνο με την εκκένωση της 20ης Δεκεμβρίου 2012, αλλά πολλές φορές όλα αυτά τα χρόνια. Όπως με τις προηγούμενες εκκενώσεις της Villa Amalias (και τις 4 αθωωτικές αποφάσεις που έχουμε στο ιστορικό μας).
Βρέθηκε στο στόχαστρο μέσα από τις επιθέσεις από αστυνομία και φασίστες, πότε μαζί και πότε χώρια, όπως το Μάιο του 2011, μετά το φόνο του Μ.Καντάρη και τα ρατσιστικά πογκρόμ σε μετανάστες, όπου για τρεις μέρες η ρίψη χημικών, δακρυγόνων και βεγγαλικών εντός της κατάληψης, κατέρριψαν ρεκόρ καταστολής διαδήλωσης. Βρέθηκε στο στόχαστρο με επιθέσεις φασιστών με μολότοφ, όπως τον Ιούλιο του 2009 μετά την εμψυχωτική επίσκεψη του τότε αναπληρωτή υπουργού εσωτερικών Μαρκογιαννάκη προς τους φασίστες στην πλατεία Αγ. Παντελεήμονα, και μαχαιρώματα σε κατοίκους της κατάληψης, με τσογλανίστικες επιθέσεις από την αστυνομία με ρίψη κροτίδων και χρήση δολοφονικής βίας στους ανθρώπους της Villa Amalias, συμμετέχοντες, φίλους και επισκέπτες. Βρέθηκε στο στόχαστρο με τις (παρα)κρατικές δολοφονικές εμπρηστικές επιθέσεις στις 18 & 19 Μάη 2008.
Όλα αυτά τα 23 χρόνια το «όπλο» όλων εμάς που ήμασταν η Villa Amalias απέναντι στα δικά τους όπλα ήταν ο λόγος και τα προτάγματά μας για μια κοινωνία που οραματιζόμαστε και που προσπαθούσαμε να την πραγματώσουμε μέσα από τις καθημερινές σχέσεις ζύμωσης, σε όλα εκείνα που γεννήθηκαν και μεγάλωσαν στη Villa Amalias:
               23 χρόνια δε φοβηθήκαμε ποτέ και δεν τρομοκρατηθήκαμε παρά τις δυσκολίες και τις αντίξοες συνθήκες που όλοι βιώναμε εκεί.
               23 χρόνια κρατήσαμε όλα τα χαρακτηριστικά μας αναλλοίωτα, όντας κομμάτι του αναρχικού αντιεξουσιαστικού χώρου.
               23 χρόνια πέρασαν από την κατάληψη πληθώρα κόσμου, νεολαίων, συντρόφων, μεταναστών, γειτόνων, αλληλέγγυων, απλά περίεργων, εργατών, ανέργων, φοιτητών, μαθητών, μικρών παιδιών, κλπ.
               23 χρόνια λειτουργούσαμε αδιαμεσολάβητα δημιουργώντας δομές και υποδομές διαχέοντας και διαδίδοντας την έννοια της αντίστασης, της αυτοοργάνωσης, της αντιιεραρχείας, της αλληλεγγύης, της αυτομόρφωσης, του πανκ, του «κάντο μόνος σου» χωρίς σπόνσορες, χωρίς μπράβους, χωρίς face control, χωρίς λεφτά να μπαίνουν στις τσέπες μας.
               23 χρόνια από επιλογή σταθήκαμε ανάχωμα στη φασιστική λαίλαπα, μαχόμενοι κάθε φασιστική και ρατσιστική λογική, όχι μόνο στη δική μας γειτονιά αλλά σε κάθε γειτονιά.
               23 χρόνια σταθήκαμε εμπόδιο σε κάθε είδους εκμετάλλευση, σταθήκαμε στους δρόμους, στις απεργίες, σε εργάτες, σε προβλήματα της γειτονιάς μας, πλάι στους μετανάστες και μαζί με τους μετανάστες.
               23 χρόνια παλεύαμε εμείς και οι σύντροφοί μας να συντηρήσουμε ένα κτίριο που ήταν επί δεκαετίες εγκαταλειμμένο και να του δώσουμε ζωή, βάζοντας τα χέρια μας, τον προσωπικό μας χρόνο και την ανάγκη μας για δημιουργία πάντα μπροστά.
               Και φυσικά 23 χρόνια διασκεδάσαμε, γλεντήσαμε, χορέψαμε, τραγουδήσαμε, αγαπηθήκαμε, ερωτευτήκαμε, τσακωθήκαμε και δημιουργήσαμε σχέσεις ισότητας και σεβασμού.
Και αυτά δε μπορεί να μας τα πάρει κανείς.
Γιατί αυτό που υπήρχε μέσα σ΄αυτό το σπίτι υπάρχει και έξω από αυτό, και μετά από αυτό και χωρίς αυτό.

Εν κατακλείδι, έχουμε να δηλώσουμε στο δικαστήριο σας ότι ήμασταν καταληψίες και κάτοικοι της Villa Amalias. Όπως και τότε παραμένουμε αντιφασίστες/σίστριες. Παραμένουμε πανκς. Παραμένουμε ενεργό κομμάτι του αναρχικού-αντιεξουσιαστικού κινήματος. Παραμένουμε αμετανόητοι/ες ως προς τις πολιτικές επιλογές μας. Ήμασταν και είμαστε αυτοί/ες που παίρνουμε τη ζωή μας στα χέρια μας. Αυτό εξάλλου ήταν κάτι που το διδαχθήκαμε στη Villa Amalias για πολλά χρόνια. Ποιός είπε ότι η Villa δεν ήταν σχολείο. Για εμάς ήταν. Ήταν αυτό της αυτοργάνωσης ενάντια σε κάθε μορφή εξουσίας. Γι' αυτό το λόγο εκκενώθηκε η κατάληψη. Γι' αυτό το λόγο διωχθήκαμε και όχι για το γελοίο κατηγορητήριο που στήθηκε και δεν έχει καμία σχέση με την πραγματική ιστορία μας. Μια ιστορία 23 χρόνων που γράφτηκε μέσα στην ίδια την κατάληψη, στο δρόμο, στους κοινωνικούς-ταξικούς αγώνες και υπερβαίνει μια τοποθέτηση σε μια δικαστική αίθουσα.
Η Villa Amalias είναι παντού.
Η Villa Amalias είναι όλοι εμείς.
Όλοι μας είμαστε Villa Amalias.